-
1 clé
κλειδί -
2 clef
κλειδί -
3 klávesa
κλειδί -
4 klíč
κλειδί -
5 klíčový
κλειδί -
6 key
κλειδί -
7 klawisz
κλειδί -
8 klucz
κλειδί -
9 kluczowy
κλειδί -
10 kluczyk
κλειδί -
11 ключ
ключ 1-а α.1. κλειδί•запереть дверь на ключ κλείνω την πόρτα με το κλειδί•
воровской ключ αντικλείδι.
2. κλειδί κοχλίωσης και αποκοχλίωσης•французский ключ γαλλικό κλειδί•
торцевой ключ κοίλο κλειδί περικοχλίων ή κουφωτό κλειδί.
|| κλειδί χορδότονο.3. μέσο προς λύση. || οδηγός για αποκάλυψη μυστικών ή αγνώστων.4. οχυρή (δεσπόζουσα) τοποθεσία.5. χειριστήριο τηλέγραφου, πομπός.6. (μουσ.) γνώμονας•скрипичный ключ γνώμονας του σολ•
басовый ключ γνώμονας του φα.
7. (αρχτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος τόξου, θόλου, αψίδας.εκφρ.ключ к шифру – κλειδί κρυπτογραφικού κώδικα.ключ 2-а α.πηγή, βρύση.εκφρ.бить (ή кипеть) -ом – α) αναβλύζω, β) μτφ. ξεσπώ (για θυμό, οργή κ.τ.τ.). -
12 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
13 ключ
ключ Iм1. τό κλειδί, ἡ κλείς:запирать на \ключ κλειδώνω·2. муз. τό κλειδί, ἡ κλείς:скрипичный \ключ τό κλειδί τοῦ σόλ· басовый \ключ τό κλειδί τοῦ φά.ключ IIм (источник) ἡ πηγή, ἡ βρύση, ἡ κρήνη· ◊ кипеть \ключом βράζω, κοχλάζω· бить \ключо́м ἀναβλύζω (об источнике), перен βράζω. -
14 key
[ki:] 1. noun1) (an instrument or tool by which something (eg a lock or a nut) is turned: Have you the key for this door?) κλειδί2) (in musical instruments, one of the small parts pressed to sound the notes: piano keys.) πλήκτρο3) (in a typewriter, calculator etc, one of the parts which one presses to cause a letter etc to be printed, displayed etc.) πλήκτρο4) (the scale in which a piece of music is set: What key are you singing in?; the key of F.) κλειδί, τόνος5) (something that explains a mystery or gives an answer to a mystery, a code etc: the key to the whole problem.) κλειδί, λύση, εξήγηση6) (in a map etc, a table explaining the symbols etc used in it.) επεξηγηματικός πίνακας, χάρτης2. adjective(most important: key industries; He is a key man in the firm.)- keyboard- keyhole
- keyhole surgery
- keynote
- keyed up -
15 транспонировать
1. (частоту) μεταθέτω (τη συχνότητα) 2. муз. αλλάζω το κλειδί, διασκευάζω/παίζω σε διαφορετικό κλειδί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспонировать
-
16 ключ
I ключ I м (от замка) το κλειδί II ключ II м (источник) η πηγή* * *I м(от замка́) το κλειδίII м( источник) πηγή -
17 повернуть
повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι* * *в разн. знач.γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί
поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω
поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία
-
18 стрелка
стрелка ж 1) ο δείχτης; часовая \стрелка ο ωροδείχτης; минутная \стрелка ο λεπτοδείχτης' 2) ж.-д. το κλειδί* * *ж1) ο δείχτηςчасова́я стре́лка — ο ωροδείχτης
мину́тная стре́лка — ο λεπτοδείχτης
2) ж.-д. το κλειδί -
19 повернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.στρίβω, στρέφω, γυρίζω•повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•
-ни налево στρίψε αριστερά•
-ни назад γύρισε πίσω•
колесо στρέφω τον τροχό•
повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•
повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.
στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•
он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.
|| αλλάζω κατεύθυνση•дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.
εκφρ.язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου. -
20 вороток
1. (рычаг) о μικρός μοχλός 2. (клупп) о στροφέας/το κλειδί της ελικο-τόμιδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вороток
См. также в других словарях:
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
κλειδί — το 1.μικρό μεταλλικό εργαλείο, το άκρο του οποίου μπαίνει στην τρύπα της κλειδαριάς και συντελεί στο να κλείνει ή να ανοίγει η πόρτα κ.ά.: Έχει δύο κλειδιά για κάθε πόρτα. 2. στη μουσική, σημείο που τοποθετείται στην αρχή του μουσικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κλειδί — Sp Klidis Ap Κλειδί/Kleidi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… … Dictionary of Greek
κλειδί — κλείς clavis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek